- εὐοπλίας
- εὐοπλίᾱς , εὐοπλίαa good state of arms and equipmentsfem acc plεὐοπλίᾱς , εὐοπλίαa good state of arms and equipmentsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευοπλία — εὐοπλία, ἡ (Α) [εύοπλος] η καλή κατάσταση τών όπλων και τών άλλων εφοδίων ως αγώνας επιδείξεως πολεμικής υπεροχής («εἴ τις... ἆθλα προτιθείη καὶ εὐοπλίας καὶ εὐταξίας καὶ ἱππικῆς», Ξεν.) … Dictionary of Greek